Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Το Καβαφικό Αντάρτικο


Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο άνθρωπος που συνέδεσε το πεπρωμένο του με την πόλη της Αλεξάνδρειας αποτελεί ασφαλώς μοναδικό φαινόμενο στην παγκόσμια λογοτεχνία. Σε μια επίδειξη ποιητικής ανταρσίας θεμελίωσε το δικαίωμά του στην αθανασία κινούμενος συχνά μεταξύ αφήγησης και διδακτισμού – αμαρτήματα θανάσιμα για ένα ποιητή του εικοστού αιώνα. Αν όμως αμφιταλαντεύεται κανείς μπροστά στο αίνιγμα της καβαφικής μεγαλοσύνης, δεν έχει παρά να σκεφτεί πώς ένας θρησκόληπτος, πανσλαβιστής συγγραφέας σαν τον Ντοστογιέφσκι κατάφερε αντίστοιχα παρά τις προσωπικές του εμμονές να οικοδομήσει το μεγαλύτερο μυθιστορηματικό κόσμο στην ιστορία της λογοτεχνίας.
Φαίνεται πως το ταλέντο, εκτός των άλλων, είναι και η ικανότητά μας να παρακάμπτουμε τις εγγενείς αδυναμίες μας τη στιγμή της δημιουργίας. Κι ο Καβάφης, πρέπει να το πούμε, αποτελεί λαμπρό παράδειγμα ορθής διαχείρισης του ταλέντου. Η οικονομία των δημιουργικών δυνάμεων που έκανε μέχρι το τέλος της ζωής του, αποφεύγοντας τους περισπασμούς της κοινωνικής και πολιτικής επικαιρότητας, τον βοήθησε να συλλάβει και να διατυπώσει ένα ολοκληρωμένο ποιητικό σύμπαν.
Το καβαφικό αντάρτικο είναι εντέλει η προσφορά του έκκεντρου ελληνισμού στην νεοελληνική λογοτεχνία.
Ο Αλεξανδρινός ποιητής δεν αμφισβήτησε το Σολωμικό «εμείς οι Έλληνες» τουλάχιστον στα λεγόμενα ιστορικά ποιήματά του. Όμως αντί να αποδυθεί σε διακηρύξεις νίκης και αναγέννησης, προτίμησε τη σημειωτική της ήττας και ενίοτε της παρακμής. Έτσι οι Θερμοπύλες γίνονται η καβαφική παντιέρα.
Ο Καβάφης εντρυφά με το έργο του στις ήττες του Ελληνισμού: οι Κυνός Κεφαλαί, η Μαγνησία, η Πύδνα, η Κόρινθος τον καιρό της Αχαϊκής Συμπολιτείας και κυρίως η ίδια η Αλεξάνδρεια. Το «εμείς» δεν παιανίζει την μέλλουσα δόξα του αναγεννημένου έθνους. Ταυτίζεται μάλλον με τον χορό των γερόντων της αρχαίας τραγωδίας που μηρυκάζει γοερά τα τραγικά σπέρματα του εθνικού παρελθόντος. Μέσα από αυτή την απαισιόδοξη στάση, ωστόσο, αναδύεται το διεθνικό θαύμα του ελληνικού πολιτισμού που διαχέεται στις τέσσερις άκρες της Μεσογείου. Το «εμείς οι Έλληνες», στην καβαφική ποίηση, δεν ορίζεται πλέον γεωγραφικά, αλλά ιστορικά. Είναι ένα μέγεθος που υπολογίζεται στη διάσταση του χρόνου και δεν έχει να κάνει με την κλειστοφοβική αντίληψη των ποιητών του Ελλαδικού χώρου που την ίδια εποχή επιζητούν να μονοπωλήσουν την προγονική δόξα. Ο Καβάφης είναι παιδί του κοσμοπολιτισμού που άκμασε στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, και η Αλεξάνδρεια είναι η πρωτεύουσα της φαντασίας του σε μια αγαστή σύνθεση δύσης και ανατολής.
Έχοντας στην κυριολεξία καταπιεί την Παλατινή Ανθολογία αισθάνεται αρκούντως ασφαλής προκειμένου να απαλλαγεί από την τυραννία του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας μέσα στην οποία ασφυκτιά. Με απόλυτη νηφαλιότητα σχεδιάζει σε πεζούς στίχους το «μυθιστόρημα της Αλεξάνδρειας». Τα καβαφικά επεισόδια συνιστούν μια νέα, ενδιαφέρουσα διαστρωμάτωση της ίδιας της Ιστορίας. Ο Αντώνιος είναι ο χαρακτηριστικός ήρωας της καβαφικής μυθολογίας. Η παρουσία του διαθλάται ακόμα και στο ποίημα Η Πόλις. «Αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις», αλλά «…καινούργιους τόπους δεν θα βρεις… έτσι που την ζωή σου ρήμαξες εδώ… σε όλη την γη την χάλασες». Ο ποιητής ειρωνεύεται τον υπερφίαλο ήρωά του, αλλά ταυτόχρονα θρηνεί γι αυτόν. «Τα έργα σου που απέτυχαν… τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες…» Τα σχέδια του Αντωνίου για μια νέα ελληνιστική αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια ήταν μια πρόκληση για τις ιστορικές συνθήκες της εποχής του και η ίδια η Ιστορία τον εκδικήθηκε με τον χειρότερο τρόπο. Ο ποιητής συντάσσεται με τα ανέφικτα όνειρα των ανθρώπων.
Ο Καβάφης, δεν υπάρχει αμφιβολία, αγαπά την Ιστορία αλλά πάνω από όλα τον έρωτα και το κάλλος. Έλκεται από την νεότητα και τον μαγνητισμό των σωμάτων, εμπνέεται από τολμηρές φαντασιώσεις ενίοτε νοσηρές. Όποτε καλείται πάντως να απαντήσει στο δίλημμα Ιστορία ή έρωτας το κάνει με ξεκάθαρο τρόπο:

Ήρθε να διαβάσει. Είν’ ανοιχτά
Δυο, τρία βιβλία· ιστορικοί και ποιηταί.
Μα μόλις διάβασε δέκα λεπτά,
Και τα παράτησε. Στον καναπέ
Μισοκοιμάται. Ανήκει πλήρως στα βιβλία –
Αλλ’ είναι είκοσι τριών ετών κ’ είν’ όμορφος πολύ·
Και σήμερα τ’ απόγευμα πέρασ’ ο έρως…

Στα ερωτικά ποιήματα, εντέλει, συντάσσεται με τα δικά του ανέφικτα όνειρα. Το «εμείς» γίνεται ξαφνικά «εγώ», όμως η σημειωτική της ήττας και της παρακμής παραμένει αυτούσια. Την ερωτική μυθολογία του Καβάφη την διαπερνά μια απελπισμένη νοσταλγία. Όλα εκτυλίσσονται σε ένα απωθημένο παρελθόν, οι αναμνήσεις είναι θολές και απροσδιόριστες, οι τόποι και τα πρόσωπα ασαφή. Οι εκμυστηρεύσεις του ποιητή στον αναγνώστη του είναι τολμηρές και είναι στιγμές που ο τελευταίος αισθάνεται αμηχανία από την διεγερμένη συνείδηση του πρώτου. Κανένα εθνικό μεγαλείο εδώ, καμία παλικαριά, κανένα θάλλος. Ο ακρίτας του Παλαμά νικά τον χρόνο και τον Χάροντα. Ο «ανδρείος της ηδονής» του Καβάφη ηττάται οικτρά από το χρόνο, αρθρώνοντας μετά δυσκολίας τα αδόκιμα Ελληνικά του, για να περιγράψει το δράμα του.
Όμως ενώ ο πλούσιος Παλαμικός λόγος ρέει αβίαστα, ο Καβάφης μοιάζει να παρατάσσει τις λέξεις ακριβώς όπως ένας ικανότατος στρατηγός τους στρατιώτες του. Το πλεονέκτημα εκείνου που γράφει μια γλώσσα σαν να μην είναι η μητρική του, έγκειται στο γεγονός ότι δεν χρησιμοποιεί μηχανικά τις λέξεις. Αφουγκράζεται τη μαγεία τους ακριβώς όπως ένα μικρό παιδί που μπαίνει για πρώτη φορά στον κόσμο του λόγου. Αντιλαμβάνεται τη χρήση τους ως δομικών υλικών σε μια εύθραυστη σύνθεση η οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει από καθετί περιττό και άσκοπο. Η γεωμετρική ακρίβεια των Καβαφικών στίχων μεταφέρει αυτούσιο τον ιδεολογικό της πυρήνα και προσφέρεται για αποστήθιση. Έτσι ο Αλεξανδρινός ποιητής γίνεται ο τρίτος μετά τον Σολωμό και τον Κάλβο, που μεγαλουργεί σε μια γλώσσα την οποία έγραφε σαν ξένη.
Η διαμάχη Παλαμά-Καβάφη ή Καβάφη-Παλαμά, αν προτιμάτε, και ως προς τα επί μέρους επεισόδια της αλλά και ως προς την έκβασή της, προσφέρεται προκειμένου να αντλήσει κανείς χρήσιμα συμπεράσματα. Η παλαμική μούσα εκκινεί με σαφές προβάδισμα έναντι της αντίστοιχης καβαφικής. Η εθνικά συντεταγμένη ποίηση της εποχής δύσκολα θα μπορούσε να δεχθεί τα «καινά δαιμόνια» και η γλωσσική κοσμογονία του Παλαμά παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της. Η ποιητική ιδιοτροπία του Καβάφη μοιάζει καταδικασμένη εκ των προτέρων. Ο ίδιος αποφεύγει οποιαδήποτε μετωπική σύγκρουση με τον μεγάλο αντίζηλο και ετεροχρονίζει την επίλυση της διαφοράς τους, όταν φέρεται να λέει: «Είμαι ο ποιητής των επόμενων γενεών». Το μέλλον θα τον δικαιώσει απόλυτα.
Όμως η συνεισφορά του Καβάφη δεν εξαντλείται σε αυτό. Μετά το αρχικό μπινγκ-μπανγκ της ποιητικής του κοσμογονίας το καβαφικό σύμπαν μοιάζει να διαστέλλεται συνεχώς κερδίζοντας νέα ερείσματα στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα. Σε όσους αναρωτιούνται ακόμα αν στο σύμπαν αυτό η επίσημη Ιστορία αποτελεί διάσταση του Έρωτα ή το αντίθετο δύσκολα θα μπορούσε κανείς να απαντήσει. Το σίγουρο είναι ότι τους στίχους του ποιητή διατρέχει ένας γνήσιος αλεξανδρινός αισθησιασμός.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, εντέλει, είναι ο άνθρωπος που σκηνογράφησε μια ολόκληρη πόλη στη λογική ενός κινηματογραφικού σκηνικού. Μετά τον Καβάφη η λέξη Αλεξάνδρεια είναι περισσότερο μια λογοτεχνική σύμβαση, μια Καβαφική επινόηση και λιγότερο μια πραγματική πολιτεία. 

Δημήτρης Στεφανάκης

το κείμενο αναδημοσιεύεται από το λογοτεχνικό περιοδικό ΚΛΕΨΥΔΡΑ. τ.5









Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Ρεμπώ: «Αυτός ο άθλιος, άκαρδος Ρεμπώ»

Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το περιοδικό literature.gr:

 http://www.literature.gr/aftos-o-athlios-akardos-rempo-tis-tesis-baila/

Φευγαλέες στιγμές αισθαντικότητας ή μήπως μια αναπόσπαστη αγωνία για τη γένεση μιας νέας ελπίδας είναι όλα όσα συνθέτουν την ποίηση ενός ανθρώπου τόσο αντιφατικού όσο υπήρξε ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο ποιητής που υπέγραφε πάντα ως «Αυτός ο άθλιος, άκαρδος Ρεμπώ».
Ο Καμύ έλεγε γι’ αυτόν ότι «ήταν ο ποιητής της εξέγερσης και μάλιστα ο σημαντικότερος από όλους», ενώ ο Ρενέ Σαρ τον είχε χαρακτηρίσει ως «τον πρώτο ποιητή ενός αγέννητου πολιτισμού». Το σίγουρο είναι πάντως ότι είτε ήταν απλώς ένας επαναστάτης του λόγου, είτε ένας συμβολιστής είτε όπως ο Λακάμπρ έλεγε: «Ένας ιδιοσυστατικός ψυχοπαθής», ο Ρεμπώ είναι ο ποιητής που απομυθοποίησε την αστική κοινωνία της εποχής.
Κατάφερε μάλιστα να δώσει νέο νόημα στη λογοτεχνία τη στιγμή που ο ίδιος, μόλις στα είκοσί του την εγκατέλειψε, ακολουθώντας ένα πρότυπο ζωής γεμάτο από παραπτώματα, που η αστική κοινωνία της εποχής δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί.
Σε ολόκληρη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του ο Ρεμπώ βρισκόταν σε μια εσωτερική σύγκρουση με τον ίδιο του τον εαυτό. “Τη ζωή αξίζει να τη ζεις, μόνο αν έχεις κάτι, για το οποίο αξίζει να πεθάνεις” έγραφε, υποδηλώνοντας ακριβώς αυτή τη ριζοσπαστική ανάγκη του να δώσει νόημα στη ζωή του μέσα από μια προσωπική πορεία μέσα στην ελευθερία και την αυτοδιάθεση, έτσι όπως την όριζε εκείνος.
Απαλλαγμένος από οποιαδήποτε δέσμευση, από οποιοδήποτε φόβο απέναντι στον μόνο ανταγωνιστή της ζωής του, το θάνατο είχε νιώσει ότι μοναδική λύση για να αλλάξει ο κόσμος ήταν η προσωπική αλλαγή του ανθρώπου.
Ο συμβολιστής ποιητής που εγκαταλείπει την ποίηση για να γυρίσει τον κόσμο, ταξίδεψε σε αρκετές χώρες, έζησε ως εργάτης, μισθοφόρος, ναυτικός και επαίτης, υπήρξε εθισμένος σε ουσίες, έκανε εμπόριο ακόμη και όπλων και ταυτόχρονα επηρέασε ολόκληρη την ποίηση του εικοστού αιώνα και αποτέλεσε το είδωλο των φοιτητών τον Μάη του ’68, θεωρήθηκε ο πρόδρομος του μοντερνισμού, επηρέασε το κίνημα των ομοφυλοφίλων και έσπασε τα δεσμά της συμβατικότητας, επηρεάζοντας πολλούς καλλιτέχνες του εικοστού αιώνα.
Στην αναπόφευκτη σύγκρουση του με τα κοινωνικά ιδεώδη και κατεστημένα της εποχής του αυτό που αντιτάσσει ο Ρεμπώ είναι την ατομικότητά του, τη δύναμη του πνεύματός του και τελικά την ανάγκη του να ακολουθήσει τα όνειρά του παραμένοντας αυθεντικός. Οι υπαρξιακές του ανησυχίες, η ιδέα για τον θάνατο που ανταγωνίζεται την ίδια την ύπαρξη και διαβρώνει την ανθρώπινη συνείδηση συντάχθηκαν σε ένα όραμα ζωής που πολλοί χαρακτήρισαν ως «καταραμένη», για τον ίδιο όμως ήταν η έκφραση της ανάγκης του να αγγίξει και να ακολουθήσει το άγνωστο.
Οραματιστής και ανατρεπτικός τόσο στην ποίηση όσο και στην ίδια του τη ζωή, αφού έτσι κι αλλιώς ο ποιητής με τη ζωή του δίνει το δικό του παράδειγμα, από παιδί υπήρξε ασυνήθιστος και παραβατικός, προσπαθώντας συνεχώς να ανατρέψει καθετί σταθερό γύρω του σε μια εποχή που η κοινωνία λειτουργούσε με απαράβατους κανόνες και σταθερές.
Με ισχυρές διανοητικές ικανότητες ο Ρεμπώ γνώριζε καλά ότι οι άνθρωποι πετυχαίνουν όταν ανατρέψουν το σύστημα μέσα στο οποίο ζουν. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να το γνωρίσουν καλά και μετά να το απορρίψουν και ο Ρεμπώ είναι ο πρώτος από όλους που απορρίπτει όλους τους κοινωνικούς ακόμη και τους προσωπικούς του μύθους σε μια προσπάθεια να οριοθετήσει νέα μοντέλα κοινωνικών αλλαγών.
Η ομοφυλοφιλία του γίνεται ένα νέο τέτοιο μοντέλο και η σχέση του με τον, κατά έντεκα χρόνια μεγαλύτερό του, ποιητή Βερλαίν καθοριστικής σημασίας, κάνοντάς τον κόσμο να μιλά για τον «έκφυλο και διανοητικά επηρμένο» ποιητή.
Ο Ρεμπώ είναι ο ποιητής που ξεσκέπασε ο ίδιος όλους τους μύθους που τον αφορούν, αφήνοντας ένα ανοιχτό παράθυρο σε όλους όσοι θέλουν να γνωρίσουν τον ίδιο και το έργο του.
Τι υπήρξε τελικά; Ο ποιητής με τα ψυχρό, ομιχλώδες βλέμμα και το αμυδρό χαμόγελο που σχοινοβατεί στο ορφικό μεταίχμιο και αποδομεί συστηματικά τη ζωή του ή απλώς ένα παιδί με γαλάζια μάτια που οραματίστηκε ένα διαφορετικό τρόπο να εκφράζει αισθητικά όλα όσα η φαντασία του μπορούσε να συλλάβει και η συνείδησή του να αποδεχτεί;
Η διανοητική προσέγγιση του από τον αναγνώστη παραμένει ένα δυνατό στοίχημα αφού «η πραγματική ζωή είναι απούσα», όπως γράφει ο ίδιος και «Κανείς δε γίνεται εύκολα αυτό που είναι» κατά τον Καμύ.
Σίγουρα όμως ο σημερινός αναγνώστης που έρχεται σε επαφή με τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο Ρεμπώ, καταλαβαίνει σθεναρά πως η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής είναι μόνο ένα μέσο για να «υλοποιηθεί το ανέκφραστο μυστήριο» κι ίσως από αυτό το σημείο μπορεί να ξετυλίξει το μίτο της προσωπικότητάς του και να απαντήσει στο ερώτημα ποιος ήταν ο ποιητής που αρνήθηκε να ντυθεί την κοινωνική ομοιομορφία της εποχής του και έζησε με τη λαχτάρα της απόδρασης και της συντριβής «μέσα στο ανήκουστο και το ακατανόμαστο».
Τέσυ Μπάιλα